- Θεσσαλις
- ΘεσσαλίςΘεσσᾰλίςIатт. Θεττᾰλίς -ίδος adj. f фессалийская
(κυνῆ Soph.; νύμφη Eur.)
IIатт. Θεττᾰλίς -ίδος ἥ фессалиянка Plat.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κυνῆ Soph.; νύμφη Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Θεσσαλίς — και αττ. τ. Θετταλίς, ἡ (Α) 1. θηλ. τού Θεσσαλός, η Θεσσαλή 2. ως κοινό ουσ. είδος υποδήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού Θεσσαλός*] … Dictionary of Greek
Θεσσαλίς — shoe fem nom sg Θεσσαλός shoe fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θετταλίς — Θεσσαλίς , Θεσσαλίς shoe fem nom sg Θεσσαλίς , Θεσσαλός shoe fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεσσαλίδα — Θεσσαλίς shoe fem acc sg Θεσσαλός shoe fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεσσαλίδες — Θεσσαλίς shoe fem nom/voc pl Θεσσαλός shoe fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεσσαλίδι — Θεσσαλίς shoe fem dat sg Θεσσαλός shoe fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεσσαλίδος — Θεσσαλίς shoe fem gen sg Θεσσαλός shoe fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεσσαλίδων — Θεσσαλίς shoe fem gen pl Θεσσαλός shoe fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεσσαλός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (7, 176), ο Θ. έδωσε το όνομά του στη Θεσσαλία, περιοχή που μέχρι τότε έφερε διάφορες ονομασίες: Αιολία, Αιμονία, Ελλάς, Δρυοπίς και Γραικία. Ο Θ. καταγόταν από τη Θεσπρωτία της Ηπείρου και ήταν… … Dictionary of Greek
κυνέη — Περικεφαλαία κατασκευασμένη από δέρμα σκύλου, κατά την αρχαιότητα. Ο Όμηρος και άλλοι συγγραφείς ονομάζουν κ. την περικεφαλαία από δέρμα οποιουδήποτε ζώου· υπήρχε έτσι η κ. γαλέη, η κ. λυκέη κ.ά. Κατ’ επέκταση, έτσι ονομαζόταν και το καπέλο που… … Dictionary of Greek
Θετταλίδα — Θεσσαλίδα , Θεσσαλίς shoe fem acc sg Θεσσαλίδα , Θεσσαλός shoe fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)